λαχταριστός

λαχταριστός
-ή, -ό [λαχταρίζω]
1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός
2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά»)
3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης.
επίρρ...
λαχταριστά
με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαχταριστός — ή, ό ελκυστικός, ποθητός: Έτρωγε μια λαχταριστή λιχουδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαχτάριστος — η, ο [λαχταριστός] 1. αυτός που δεν τόν επιθυμεί κανείς υπερβολικά, μη λαχταριστός, μη επιθυμητός 2. αυτός που δεν λαχτάρησε, που δεν υπέστη έντονες συγκινήσεις 3. (το ψάρι) που δεν λαχταράει, δεν σπαρταρά …   Dictionary of Greek

  • επιθύμιος — ἐπιθύμιος, ον (AM) επιθυμητός, λαχταριστός …   Dictionary of Greek

  • επιπόθητος — ἐπιπόθητος, ον (AM) [επιποθώ] μσν. (για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.) αρχ. 1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος 2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. επίρρ... ἐπιποθήτως… …   Dictionary of Greek

  • λιγουρευτός — ή, ό [λιγουρεύω] αυτός που προκαλεί τον πόθο, λαχταριστός …   Dictionary of Greek

  • λιμπιστός — ή, ό [λιμπίζομαι] αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός …   Dictionary of Greek

  • ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) …   Dictionary of Greek

  • σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια …   Dictionary of Greek

  • λιμπιστός — ή, ό λαχταριστός: Λιμπιστά φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”